- καυλοειδής
- καυλο-ειδής, ές,A like a stem,
ἔκφυσις Dsc.3.141
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔκφυσις Dsc.3.141
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυλοειδής — καυλοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με καυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
καυλοειδής — like a stem masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek